- ἡμικλήριον
- ἡμικλήριονhalf the inheritanceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημικλήριον — ἡμικλήριον, τὸ (Α) 1. το μισό μέρος τής κληρονομιάς κάποιου 2. το μισό τού κλήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλήρ ιον (< θ. κληρ τού κλήρος + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
ἡμικληρίου — ἡμικλήριον half the inheritance neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek